- ευφραδεως
- εὐφραδέωςεὐ-φρᾰδέωςхорошим языком, т.е. красноречиво или правильно, справедливо
(ἀγορεύειν τι Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀγορεύειν τι Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εὐφραδέως — εὐφραδής expressing oneself correctly adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφραδής — ές (ΑΜ εὐφραδής, ές) αυτός που έχει ευχερή έκφραση, ο εύγλωττος μσν. αρχ. 1. αυτός που εκφράζεται σωστά ή με σαφήνεια 2. ο εκφρασμένος καλά. επίρρ... ευφραδώς (Α εὐφραδέως) με ευγλωττία, με ευφράδεια αρχ. 1. καθαρά, με σαφήνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ… … Dictionary of Greek